ὕπνος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ὕπνος | οἱ | ὕπνοι |
γενική | τοῦ | ὕπνου | τῶν | ὕπνων |
δοτική | τῷ | ὕπνῳ | τοῖς | ὕπνοις |
αιτιατική | τὸν | ὕπνον | τοὺς | ὕπνους |
κλητική ὦ! | ὕπνε | ὕπνοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὕπνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὕπνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ὕπνος < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *húpnos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *supnós < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *}swep- (κοιμάμαι) + *-nós
Ουσιαστικό επεξεργασία
ὕπνος αρσενικό
- ύπνος
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 10 (Κ. Δολώνεια.), στίχ. 26 (στίχοι 25-26)
- οὐδὲ γὰρ αὐτῷ | ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἐφίζανε
- ουδέ στα βλέφαρά του | εκάθιζ᾽ ύπνος
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- οὐδὲ γὰρ αὐτῷ | ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἐφίζανε
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 12 (μ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Σειρῆνας, Σκύλλαν, Χάρυβδιν, βόας Ἡλίου.), στίχ. 366
- Καὶ τότε μοι βλεφάρων ἐξέσσυτο νήδυμος ὕπνος·
- Κι αυτοστιγμεί μου φεύγει ο ύπνος ο γλυκός, ανοίγοντας τα βλέφαρά μου,
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- Καὶ τότε μοι βλεφάρων ἐξέσσυτο νήδυμος ὕπνος·
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Πλάτων, Νόμοι, 7, 808b @scaife.perseus
- ὕπνος γὰρ δὴ πολὺς οὔτε τοῖς σώμασιν οὔτε ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν οὐδʼ αὖ ταῖς πράξεσιν ταῖς περὶ ταῦτα πάντα ἁρμόττων ἐστὶν κατὰ φύσιν.
- γιατί ο πολύς ύπνος ούτε στα σώματα ούτε στις ψυχές μας είναι φυσιολογικός ούτε επίσης αρμόζει στις ενέργειες, [που σχετίζονται] με όλα αυτά.
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- ὕπνος γὰρ δὴ πολὺς οὔτε τοῖς σώμασιν οὔτε ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν οὐδʼ αὖ ταῖς πράξεσιν ταῖς περὶ ταῦτα πάντα ἁρμόττων ἐστὶν κατὰ φύσιν.
- ※ 4ος↑ αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 1, 1102b
- ὅθεν φασὶν οὐδὲν διαφέρειν τὸ ἥμισυ τοῦ βίου τοὺς εὐδαίμονας τῶν ἀθλίων· συμβαίνει δὲ τοῦτο εἰκότως· ἀργία γάρ ἐστιν ὁ ὕπνος τῆς ψυχῆς ᾗ λέγεται σπουδαία καὶ φαύλη
- εξού και η ρήση ότι στη μισή ζωή τους οι ευδαίμονες δεν διαφέρουν σε τίποτε από τους δυστυχισμένους —κάτι πολύ λογικό, αφού στον ύπνο η ψυχή βρίσκεται σε αδράνεια ως προς αυτό που την κάνει να χαρακτηρίζεται φορέας της αρετής ή της κακίας
- Μετάφραση (2006): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
- ὅθεν φασὶν οὐδὲν διαφέρειν τὸ ἥμισυ τοῦ βίου τοὺς εὐδαίμονας τῶν ἀθλίων· συμβαίνει δὲ τοῦτο εἰκότως· ἀργία γάρ ἐστιν ὁ ὕπνος τῆς ψυχῆς ᾗ λέγεται σπουδαία καὶ φαύλη
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 10 (Κ. Δολώνεια.), στίχ. 26 (στίχοι 25-26)
- (ως κύριο όνομα) → δείτε τη λέξη Ὕπνος, προσωποποίηση του ύπνου
- (μεταφορικά) θάνατος
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 11 (Λ. Ἀγαμέμνονος ἀριστεία.), στίχ. 241 (στίχοι 241-243)
- ὣς ὁ μὲν αὖθι πεσὼν κοιμήσατο χάλκεον ὕπνον | οἰκτρός, ἀπὸ μνηστῆς ἀλόχου, ἀστοῖσιν ἀρήγων, | κουριδίης, ἧς οὔ τι χάριν ἴδε, πολλὰ δ᾽ ἔδωκε·
- Ο θλιβερός τον χάλκινον ύπνον αποκοιμήθη | στους συμπολίτες του βοηθός μακράν της νυμφευτής του, | πριν δια τα μύρια δώρα του του ανταποδώσει χάριν.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ὣς ὁ μὲν αὖθι πεσὼν κοιμήσατο χάλκεον ὕπνον | οἰκτρός, ἀπὸ μνηστῆς ἀλόχου, ἀστοῖσιν ἀρήγων, | κουριδίης, ἧς οὔ τι χάριν ἴδε, πολλὰ δ᾽ ἔδωκε·
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 11 (Λ. Ἀγαμέμνονος ἀριστεία.), στίχ. 241 (στίχοι 241-243)
Συγγενικά επεξεργασία
- ἀφυπνισμός
- ἀφυπνίζω
- ἀφυπνόω, -ῶ
- ἀφυπνώττω
- ἀγρυπνέω, -ῶ
- ἀγρυπνητέον
- ἀγρυπνητήρ
- ἀγρυπνητής
- ἀγρυπνητικός
- ἀγρυπνία
- ἄγρυπνος
- ἀγρυπνώδης
- αἰένυπνος
- ἀϋπνέω, -ῶ
- ἀϋπνία, ἀυπνία
- ἄϋπνος, ἄυπνος
- ἀϋπνοσύνη
- βαθύϋπνος
- βαρύϋπνος
- βραχύϋπνος
- διαγρυπνέω, -ῶ
- διαγρυπνητής
- διυπνίζω
- δυσυπνέω, -ῶ
- δυσυπνήτως
- δύσυπνος
- ἐξυπνίζω
- ἔξυπνος
- ἐξυπνόω, -ῶ
- ἐφύπνηνδε
- ἐφυπνόω, -ῶ
- ἐφυπνώττω
- ἐναγρυπνέω
- ἐνυπνιαστής
- ἐνυπνιάστρια
- ἐνυπνιάζω
- ἐνυπνίδιος
- ἐνυπνιοκρίτης
- ἐνυπνιόμαντις
- ἐνύπνιον
- ἐνύπνιος
- ἐνυπνιώδης
- ἔνυπνος
- ἐνυπνόω, -ῶ
- ἐπαγρυπνέω, -ῶ
- ἐπαγρύπνησις
- ἐπαγρυπνία
- ἐπάγρυπνος
- εὔυπνος
- ἡμιάγρυπνος
- ἡμίϋπνος
- κακόϋπνος
- καθυπνής
- καθύπνιος
- κάθυπνος
- καθυπνόω, -ῶ
- καθύπνωσις
- μακροϋπνία
- ὀλιγοϋπνέω, -ῶ
- ὀλιγοϋπνία
- ὀλιγόϋπνος
- πανάγρυπνος
- πανάϋπνος
- παραγρυπνέω, -ῶ
- παρυπνόω, -ῶ
- περιυπνίζω
- περίυπνος
- πολυυπνία
- πολύυπνος
- προαγρυπνέω, -ῶ
- προσαγρυπνέω, -ῶ
- πρωθύπνιον
- συναγρυπνέω, -ῶ
- ὑπάγρυπνος
- ὑπεραγρυπνέω, -ῶ
- ὑπναλέος
- ὑπναπάτης
- ὑπνάω, -ῶ
- ὑπνηλός
- ὑπνηρός
- ὑπνίδιος
- ὑπνικός
- ὑπνίζω
- ὑπνο-
- ὑπνοδότειρα
- ὑπνοδότης
- ὑπνοφανής
- ὑπνοφόβης
- ὑπνοφόρος
- ὑπνομαχέω
- ὕπνον
- ὑπνοποιέω, -ῶ
- ὑπνοποιός
- -υπνος
- ὑπνοτράπεζος
- ὑπνόω, -ῶ
- ὑπνώδης
- ὑπνωδία
- ὑπνώσσω
- ὑπνωτικός
- ὑπνώω, -ῶ
- ὑφυπνόομαι, -οῦμαι
- φιλάγρυπνος
- φίλυπνος
- ὠμόϋπνος
Πηγές επεξεργασία
- ὕπνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὕπνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.