Δείτε επίσης: άγρυπνος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἄγρυπνος < ἀγρός + ὕπνος

  Επίθετο επεξεργασία

ἄγρυπνος

  1. που είναι πάντα έτοιμος να δράσει
  2. άγρυπνος, ξάγρυπνος

Παράγωγα επεξεργασία