Δείτε επίσης: αγρός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀγρός οἱ ἀγροί
      γενική τοῦ ἀγροῦ τῶν ἀγρῶν
      δοτική τῷ ἀγρ τοῖς ἀγροῖς
    αιτιατική τὸν ἀγρόν τοὺς ἀγρούς
     κλητική ! ἀγρέ ἀγροί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀγρώ
γεν-δοτ τοῖν  ἀγροῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀγρός < κληρονομημένο από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂éǵros. Πιθανόν σχετίζεται το ἄγω, *h₂éǵ (εάν σημαίνει «ο τόπος όπου οδηγούναι τα ζώα» [1]
Συγγενικά: μυκηναϊκή 𐀀𐀒𐀫 (a-ko-ro), λατινική ager

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀγρός αρσενικό

  1. ο αγρός
  2. η ύπαιθρος, η εξοχή

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.