ἀγρός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀγρός | οἱ | ἀγροί |
γενική | τοῦ | ἀγροῦ | τῶν | ἀγρῶν |
δοτική | τῷ | ἀγρῷ | τοῖς | ἀγροῖς |
αιτιατική | τὸν | ἀγρόν | τοὺς | ἀγρούς |
κλητική ὦ! | ἀγρέ | ἀγροί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγρώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀγροῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀγρός < κληρονομημένο από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂éǵros. Πιθανόν σχετίζεται το ἄγω, *h₂éǵ (εάν σημαίνει «ο τόπος όπου οδηγούναι τα ζώα» [1]
- Συγγενικά: μυκηναϊκή 𐀀𐀒𐀫 (a-ko-ro), λατινική ager
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀγρός αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- ἀγρόθεν, ἀγρόθι, ἀγρόνδε,
- ἀγρότερος (άγριος, αγροτικός)
- ἀγροτήρ και θηλυκό ἀγρότειρα
- ἀγρότης με θηλυκό ἀγρότις (χωρικός ίσως και αγρευτής)
- ἀγροτικός,ή, όν (χωρικός ίσως και κυνηγός)
- ἀγρώστης με θηλυκό ἀγρῶστις (χωρικός και ίσως κυνηγετικός)
- ἀγρώτης (αυτός στους αγρούς, ο άγριος, ο αγρότης)
Σύνθετα
επεξεργασία- ἀγροβότης ( + βόσκω)
- ἄγροικος ( + οἰκέω, ο αγροίκος, ο άξεστος)
- ἀγροικία
- ἀγροίκως (επίρρημα)
- ἀγροικίζομαι (φέρομαι σαν αγροίκος)
- ἀγρόνομος και ἀγρονόμος ( + νέμω άρχων των Αθηνών αρμόδιος για την ακίνητη περιουσία του δημοσίου)
Πηγές
επεξεργασία- ἀγρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀγρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.