Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀγροικίζομαι < ἄγροικος και ἀγροῖκος + -ίζομαι (< ἀγρός + οἰκέω)

  Ρήμα επεξεργασία

ἀγροικίζομαι (αποθετικό)