ἄγροικος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἄγροικος | τὸ ἄγροικον | οἱ, αἱ ἄγροικοι | τὰ ἄγροικα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἀγροίκου | τοῦ ἀγροίκου | τῶν ἀγροίκων | τῶν ἀγροίκων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἀγροίκῳ | τῷ ἀγροίκῳ | τοῖς, ταῖς ἀγροίκοις | τοῖς ἀγροίκοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἄγροικον | τὸ ἄγροικον | τοὺς, τὰς ἀγροίκους | τὰ ἄγροικα |
Κλητική | ἄγροικε | ἄγροικον | ἄγροικοι | ἄγροικα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀγροίκω | |||
Γενική-Δοτική | ἀγροίκοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἄγροικος, -ος, -ον
- που ζει στους αγρούς (π.χ. ζώο)
- ο χωριάτικος, ο αμόρφωτος, ο αγροίκος, ο άξεστος, ο ακατέργαστος
- ※ αἷς εἴ τις ἀπιστῶν προσβιβᾷ κατὰ τὸ εἰκὸς ἕκαστον, ἅτε ἀγροίκῳ τινὶ σοφίᾳ χρώμενος, πολλῆς αὐτῷ σχολῆς δεήσει Πλάτωνας, Φαίδρος, 230
- αν κάποιος χωρίς να τα πιστεύει αυτά αναλάβει να εξηγήσει το καθένα τους με τον τρόπο που του φαίνεται πιθανότερος, επιστρατεύοντας μια ακατέργαστη γνώση, θα του πάρει πάρα πολύ χρόνο
- ※ αἷς εἴ τις ἀπιστῶν προσβιβᾷ κατὰ τὸ εἰκὸς ἕκαστον, ἅτε ἀγροίκῳ τινὶ σοφίᾳ χρώμενος, πολλῆς αὐτῷ σχολῆς δεήσει Πλάτωνας, Φαίδρος, 230
- ο γεωμόρος, γενικά ο αγρότης, το αγροτικό
- ※ εἶτ᾽ ἔδοξεν αὐτοῖς διὰ τὸ στασιάζειν ἄρχοντας ἑλέσθαι δέκα, πέντε μὲν εὐπατριδῶν, τρεῖς δὲ ἀγροίκων, δύο δὲ δημιουργῶν (Αριστοτέλης)
- τραχύς, μη βρώσιμος, αγίνωτος, ανώριμος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαἄγροικος |
ἀγρικότερος |
|
ἀγρίκως |
ἀγρικότερον |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ἄγροικος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄγροικος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.