τραχύς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τραχύς | η | τραχιά & τραχεία |
το | τραχύ |
γενική | του | τραχιού, τραχύ & τραχέος |
της | τραχιάς & τραχείας |
του | τραχιού, τραχύ & τραχέος |
αιτιατική | τον | τραχύ | την | τραχιά & τραχεία |
το | τραχύ |
κλητική | τραχύ | τραχιά & τραχεία |
τραχύ | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τραχιοί & τραχείς |
οι | τραχιές & τραχείες |
τα | τραχιά & τραχέα |
γενική | των | τραχιών & τραχέων |
των | τραχιών & τραχειών |
των | τραχιών & τραχέων |
αιτιατική | τους | τραχιούς & τραχείς |
τις | τραχιές & τραχείες |
τα | τραχιά & τραχέα |
κλητική | τραχιοί & τραχείς |
τραχιές & τραχείες |
τραχιά & τραχέα | |||
Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση. Οι τύποι της δεύτερης σειράς, λόγιοι, κατεβάζουν τον τόνο όπως στην αρχαία κλίση Χρησιμοποιούνται σε παγιωμένες εκφράσεις ή όρους. | ||||||
Κατηγορία όπως «βαθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τραχύς < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τραχύς [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tɾaˈçis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρα‐χύς
Επίθετο
επεξεργασίατραχύς, -ιά, -ύ
- με ανώμαλη επιφάνεια, όχι λείος
- (για έδαφος) κακοτράχαλος, πετρώδης
- (μεταφορικά) άνθρωπος απότομος στους τρόπους
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
τραχυ-, τραχω-
τραχυ-, τραχω-
Δε σχετίζεται ο τράχηλος.
Μεταφράσεις
επεξεργασία τραχύς
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ τραχύς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία- τραχύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τραχύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.