rough
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | rough |
συγκριτικός | rougher |
υπερθετικός | roughest |
Επίθετο
επεξεργασίαrough (en)
- βάναυσος, σκληρός
- ⮡ That’s rough, losing his passport like that!
- Κρίμα να χάσει το διαβατήριό σου!
- ⮡ That’s rough, losing his passport like that!
- ανώμαλος, τραχύς
- πρόχειρος
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- rough - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 480. ISBN 9780194325684., λήμμα: κρίμα