τραχεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τραχεία | οι | τραχείες |
γενική | της | τραχείας | των | τραχειών |
αιτιατική | την | τραχεία | τις | τραχείες |
κλητική | τραχεία | τραχείες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τραχεία < ελληνιστική κοινή τραχεῖα ἀρτηρία < αρχαία ελληνική τραχεῖα, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου τραχύς
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατραχεία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- τραχειακός
- τραχειίτιδα
- τραχειοβρογχικός
- τραχειοβρογχίτιδα
- τραχειορραγία
- τραχειοστομία
- τραχειοτομία
- τραχειοτομή
- τραχειοτομικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία τραχεία
Πηγές
επεξεργασία- τραχεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τραχεία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)