traĥeo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | traĥeo | traĥeoj |
αιτιατική | traĥeon | traĥeojn |
traĥeo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | traĥeo | traĥeoj |
αιτιατική | traĥeon | traĥeojn |
traĥeo (eo)