Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναπνευστικός η αναπνευστική το αναπνευστικό
      γενική του αναπνευστικού της αναπνευστικής του αναπνευστικού
    αιτιατική τον αναπνευστικό την αναπνευστική το αναπνευστικό
     κλητική αναπνευστικέ αναπνευστική αναπνευστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναπνευστικοί οι αναπνευστικές τα αναπνευστικά
      γενική των αναπνευστικών των αναπνευστικών των αναπνευστικών
    αιτιατική τους αναπνευστικούς τις αναπνευστικές τα αναπνευστικά
     κλητική αναπνευστικοί αναπνευστικές αναπνευστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναπνευστικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

αναπνευστικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία