τραχειορραγία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τραχειορραγία < τραχει(α) + -ο- + -ρραγία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίατραχειορραγία θηλυκό
- (ιατρική) αιμορραγία της τραχείας
Μεταφράσεις
επεξεργασία τραχειορραγία
|