Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -ρραγία οι -ρραγίες
      γενική της -ρραγίας των -ρραγιών
    αιτιατική τη(ν) -ρραγία τις -ρραγίες
     κλητική -ρραγία -ρραγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ρραγία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ρραγία < ῥήγνυμι όπως (αρχαία ελληνικά αἱμο-ρραγία)
για σύγχρονους όρους < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) γαλλική -rragie[1][2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾaˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -ρ‐ρα‐γί‐α

  Επίθημα επεξεργασία

-ρραγία θηλυκό

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. -ρραγία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία

  • -ρραγίαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική -ρραγί αἱ -ρραγίαι
      γενική τῆς -ρραγίᾱς τῶν -ρραγιῶν
      δοτική τῇ -ρραγί ταῖς -ρραγίαις
    αιτιατική τὴν -ρραγίᾱν τὰς -ρραγίᾱς
     κλητική ! -ρραγί -ρραγίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -ρραγί
γεν-δοτ τοῖν  -ρραγίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ρραγία < μεταπτωτικό θέμα ραγ- του ρήματος ῥήγνυμι + -ία με διπλασιασμό ρρ στη σύνθεση[1]

  Επίθημα επεξεργασία

-ρραγία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.