Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπληνορραγία οι σπληνορραγίες
      γενική της σπληνορραγίας των σπληνορραγιών
    αιτιατική τη σπληνορραγία τις σπληνορραγίες
     κλητική σπληνορραγία σπληνορραγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπληνορραγία < σπλην(α) + -ο- + -ρραγία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπληνορραγία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία