↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιμορραγία οι αιμορραγίες
      γενική της αιμορραγίας των αιμορραγιών
    αιτιατική την αιμορραγία τις αιμορραγίες
     κλητική αιμορραγία αιμορραγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αιμορραγία < αρχαία ελληνική αἱμορραγία < αἱμορραγῶ < αἷμα + ῥήγνυμι (-ρραγία)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.mo.ɾaˈʝi.a/
 
αιμορραγία στο δάχτυλο του χεριού

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αιμορραγία θηλυκό

  1. (ιατρική) η απώλεια αίματος, εξωτερικά ή εσωτερικά του σώματος, λόγω ρήξης των αιμοφόρων αγγείων, η οποία προκαλείται από τραυματισμό ή άλλες αιτίες
    εσωτερική αιμορραγία (όταν το αίμα που εξέρχεται από τα αιμοφόρα αγγεία παραμένει σε κάποια κοιλότητα εντός του σώματος)
  2. (μεταφορικά) η απώλεια ζωτικών πόρων
    οικονομική αιμορραγία

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία