αιμορραγία
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αιμορραγία < αρχαία ελληνική αἱμορραγία < αἱμορραγῶ < αἷμα + ῥήγνυμι (-ρραγία)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.mo.ɾaˈʝi.a/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αιμορραγία θηλυκό
- (ιατρική) η απώλεια αίματος, εξωτερικά ή εσωτερικά του σώματος, λόγω ρήξης των αιμοφόρων αγγείων, η οποία προκαλείται από τραυματισμό ή άλλες αιτίες
- εσωτερική αιμορραγία (όταν το αίμα που εξέρχεται από τα αιμοφόρα αγγεία παραμένει σε κάποια κοιλότητα εντός του σώματος)
- (μεταφορικά) η απώλεια ζωτικών πόρων
- οικονομική αιμορραγία
Επεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αιμορραγία
|