ρήξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρήξη | οι | ρήξεις |
γενική | της | ρήξης* | των | ρήξεων |
αιτιατική | τη | ρήξη | τις | ρήξεις |
κλητική | ρήξη | ρήξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ρήξεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρήξη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥῆξις < ῥηγ- + -σις > -ξις > -ξη
- για τη σημασία «αντίθεση απόψεων» < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική rupture[1]
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαρήξη θηλυκό
- η δημιουργία μιας ασυνέχειας, ενός ρήγματος
- έντονη αντίθεση απόψεων, συνηθειών, καταστάσεων
- η καταστροφή των δεσμών που ενώνουν ένα άτομο ή σύνολο με άλλα
- ⮡ Επήλθε ρήξη στους κόλπους του κόμματος και όλοι περιμένουν την οριστική διάσπασή του.
- η ριζική αλλαγή συνηθειών
- ⮡ Αποφάσισε να έρθει σε ρήξη με το παρελθόν του και να κάνει ιδεολογική στροφή 180 μοιρών.
- η καταστροφή των δεσμών που ενώνουν ένα άτομο ή σύνολο με άλλα
Παράγωγα
επεξεργασίαΑπό θέμα ρηγ- < ῥηγ-
Για τις βαθμίδες ῥαγ- και ῥωγ- δείτε ραγίζω, ρωγμή και το αρχαίο ῥήγνυμι
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ρήξη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας