χείλος που αιμορραγεί

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αιμορραγώ < λείπει η ετυμολογία

αιμορραγώ, πρτ.: αιμορραγούσα, στ.μέλλ.: θα αιμορραγήσω, αόρ.: αιμορράγησα

  1. χάνω αίμα, παρουσιάζω αιμορραγία
  2. (μεταφορικά) χάνω ζωτικούς πόρους
    η χώρα αιμορραγεί οικονομικά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία