bleed
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | bleed |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bleeds |
αόριστος | bled |
παθητική μετοχή | bled |
ενεργητική μετοχή | bleeding |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα επεξεργασία
bleed (en)
ενεστώτας | bleed |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bleeds |
αόριστος | bled |
παθητική μετοχή | bled |
ενεργητική μετοχή | bleeding |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
bleed (en)