τραυματισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τραυματισμός < ελληνιστική κοινή τραυματισμός < αρχαία ελληνική τραυματίζω < τραῦμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίατραυματισμός αρσενικό
- (κυριολεκτικά, μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του τραυματίζω
Συγγενικά
επεξεργασία- αλληλοτραυματισμός
- αυτοτραυματισμός
- μικροτραυματισμός
- → δείτε τις λέξεις τραυματίζω και τραύμα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- τραυματισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τραυματισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- τραυματισμός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)