Δείτε επίσης: τραύμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ τραῦμᾰ τὰ τραύμᾰτ
      γενική τοῦ τραύμᾰτος τῶν τραυμᾰ́των
      δοτική τῷ τραύμᾰτ τοῖς τραύμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ τραῦμᾰ τὰ τραύμᾰτ
     κλητική ! τραῦμᾰ τραύμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τραύμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  τραυμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τραῦμα ήδη τον 7ο αιώνα πκε σε απόσπασμα του Μίμνερμου < θέμα τρω- του τιτρώσκω + -μα. Ο τύπος τραῦμα σχηματίσηκε κατ' αντιστοιχία προς το θραῦμα ή θραῦσμα[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τραῦμα, -ατος ουδέτερο

  1. (ιατρική) τραυματισμός, πληγή
    ※  7ος/6ος πκε αιώνας Μίμνερμος, Απόσπασμα 22, @poesialatina.it
    Τροιζηνίας δὲ τραῦμα φοιτάδος πλάνης
    ἔσται κακῶν τε πημάτων παραίτιον,
    ὅταν θρασεῖα θουρὰς οἰστρήσῃ κύων
    πρὸς λέκτρα
    ο τραυματισμός της Τροιζηνίας θα είναι εν μέρει λόγω της άγριας περιπλάνησής του και των κακών του δεινών, όταν μια άγρια λάγνα σκύλα θα είναι έξαλλη για το κρεβάτι της μοιχείας[2]
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 7, 82.1
    ἐπειδὴ δ᾽ οὖν δι᾽ ἡμέρας βάλλοντες πανταχόθεν τοὺς Ἀθηναίους καὶ ξυμμάχους ἑώρων ἤδη τεταλαιπωρημένους τοῖς τε τραύμασι καὶ τῇ ἄλλῃ κακώσει, κήρυγμα ποιοῦνται Γύλιππος καὶ Συρακόσιοι
    Αφού, λοιπόν, έριχναν όλη την ημέρα, απ᾽ όλες τις μεριές, απάνω στους Αθηναίους και τους συμμάχους τους, όταν τους είδαν εξαντλημένους και από τα τραύματα και από την άλλη κακουχία, ο Γύλιππος, οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοί τους έβγαλαν προκήρυξη.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 3, 1117b
    εἰ δὴ τοιοῦτόν ἐστι καὶ τὸ περὶ τὴν ἀνδρείαν, ὁ μὲν θάνατος καὶ τὰ τραύματα λυπηρὰ τῷ ἀνδρείῳ καὶ ἄκοντι ἔσται, ὑπομενεῖ δὲ αὐτὰ ὅτι καλὸν ἢ ὅτι αἰσχρὸν τὸ μή.
    Αν λοιπόν κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην περίπτωση της ανδρείας, ο θάνατος και τα τραύματα θα είναι, και αυτά, βασανιστικά και οδυνηρά για τον ανδρείο και αντίθετα με τη θέλησή του, θα τα υπομείνει όμως, γιατί είναι ωραίο το να ενεργήσει έτσι ή γιατί είναι άσχημο το να μην ενεργήσει με αυτόν τον τρόπο.
    Μετάφραση (2006): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  2ος κε αιώνας Ἀρριανός, Ἀνάβασις Ἀλεξάνδρου, 6, 12.1
    Ἐν ᾧ δὲ Ἀλέξανδρος αὐτοῦ μένων τὸ τραῦμα ἐθεραπεύετο, ἐς τὸ στρατόπεδον, ἔνθενπερ ὡρμήθη ἐπὶ τοὺς Μαλλούς, ὁ μὲν πρῶτος λόγος ἧκεν ὅτι τεθνηκὼς εἴη ἐκ τοῦ τραύματος.
    Ενώ ο Αλέξανδρος θεράπευε το τραύμα του παραμένοντας εκεί, έφθασε πρώτα η είδηση στο στρατόπεδο, από το οποίο ακριβώς ξεκίνησε εναντίον των Μαλλών, ότι είχε πεθάνει από το τραύμα.
    Μετάφραση (1986, 1998): Θεόδωρος Χ. Σαρικάκης, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. @greek‑language.gr
  2. (για πράγματα) βλάβη, καταστροφή, ζημιά
    ※  2ος πκε αιώνας Πολύβιος, Ἱστορίαι, 16.4.12 @scaife.perseus
    αὐτοὶ μὲν γὰρ ἔμπρωρρα τὰ σκάφη ποιοῦντες ἐξάλους ἐλάμβανον τὰς πληγάς, τοῖς δὲ πολεμίοις ὕφαλα τὰ τραύματα διδόντες ἀβοηθήτους ἐσκεύαζον τὰς πληγάς.
  3. (για πόλεμο) ήττα
  4. (νομικός όρος) καταγγελία για τραυματισμό με σκοπό τη θανάτωση ενός ανθρώπου
    ※  4ος πκε αιώνας Αἰσχίνης, Κατὰ Κτησιφῶντος, 51
    Τί γὰρ δεῖ νῦν ταῦτα λέγειν ἢ τὰ περὶ τὴν τοῦ τραύματος γραφὴν αὐτῷ συμβεβηκότα, ὅτ᾽ ἐγράψατο εἰς Ἄρειον πάγον Δημομέλην τὸν Παιανιέα, ἀνεψιὸν ὄντα, καὶ τὴν τῆς κεφαλῆς ἐπιτομήν·
    Αλλά γιατί να αναφέρω τώρα αυτά; τα όσα δηλαδή του έχουν συμβεί σχετικά με την καταγγελία για τον τραυματισμό του, όταν μήνυσε στον Άρειο Πάγο τον Δημομέλη από την Παιανία, τον ξάδερφό του, ενώ επρόκειτο για χτύπημα που είχε προκαλέσει ο ίδιος στο κεφάλι του·
    Μετάφραση (2012): Αθανάσιος Ι. Γιαγκόπουλος, Θεσσαλονίκη:Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
  5. (ελληνιστική σημασία , μεταφορικά, εκκλησιαστικός όρος) ψυχικά τραύματα λόγω μη εφαρμογής των χριστιανικών ηθικών και δογματικών κανόνων
    ※  2ος/3ος κε αιώνας Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, Quis dives salvetur, Chapter 29, @scaife.perseus
    τίς δ ἂν ἄλλος οὗτος εἴη πλὴν αὐτὸς ὁ σωτήρ; ἢ τίς μᾶλλον ἡμᾶς ἐλεήσας ἐκείνου, τοῦς ὑπὸ τῶν κοσμοκρατόρων τοῦ σκότους ὀλίγου τεθανατωμένους τοῖς πολλοῖς τραύμασι. φόβοις, ἐπιθυμίαις. ὀργαῖς, λύπαις, ἀπάταις, ἡδοναῖς; τούτων δὲ τῶν τραυμάτων μόνος ἰατρὸς Ἰησοῦς, ἐκκόπτων ἄρδην τὰ πάθη πρόρριζα, οὐχ ὥσπερ ὁ νόμος ψιλὰ τὰ ἀποτελέσματα, τοὺς καρποὺς τῶν πονηρῶν φυτῶν, ἀλλὰ τὴν ἀξίνην τὴν ἑαυτοῦ πρὸς τὰς ῥίζας τῆς κακίας προσαγαγών.
    ※  4ος κε αιώνας Μέγας Βασίλειος, Επιστολή, Πρὸς Εὐστάθιον τὸν Σεβαστηνόν, 223, p.v.3.p.296, @scaife.perseus.org
    μικροῦ γὰρ εἰς τὴν κατὰ πάντων ἐξέπεσον ὑποψίαν, οὐδὲν ἡγούμενος εἶναι παρʼ οὐδενὶ πιστόν, ἐκ τῶν δολερῶν τραυμάτων τὴν ψυχὴν πεπληγμένος.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. τραύμα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. Το παράθεμα αναφέρεται στην Αιγιάλεια, τη μοιχαλίδα σύζυγος του Διομήδη. Απόδοση στα ελληνικά από την αγγλική στο: Christophe Cusset & Antje Kolde, The Rhetoric of the Riddle in the Alexandra of Lycophron (εργασία μεταφρασμένη από τη γαλλική γλώσσα από την Ewa Kondracka) [1]