Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δογματικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
δογματικ
ός
η
δογματικ
ή
το
δογματικ
ό
γενική
του
δογματικ
ού
της
δογματικ
ής
του
δογματικ
ού
αιτιατική
τον
δογματικ
ό
τη
δογματικ
ή
το
δογματικ
ό
κλητική
δογματικ
έ
δογματικ
ή
δογματικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
δογματικ
οί
οι
δογματικ
ές
τα
δογματικ
ά
γενική
των
δογματικ
ών
των
δογματικ
ών
των
δογματικ
ών
αιτιατική
τους
δογματικ
ούς
τις
δογματικ
ές
τα
δογματικ
ά
κλητική
δογματικ
οί
δογματικ
ές
δογματικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
δογματικός
<
αρχαία ελληνική
δογματικός
<
δόγμα
Επίθετο
επεξεργασία
δογματικός, -ή, -ό
σχετικός με ένα
δόγμα
(
μεταφορικά
) που δεν δέχεται
αντιρρήσεις
Συγγενικά
επεξεργασία
δόγμα
δογματίζω
δογματικώς
δογματισμός
δογματιστής
Συνώνυμα
επεξεργασία
μονολιθικός
απόλυτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δογματικός
αγγλικά
:
doctrinal
(en)
(1),
dogmatic
(en)
(2)
γαλλικά
:
dogmatique
(fr)