δογματικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- δογματικός < αρχαία ελληνική δογματικός < δόγμα
Επίθετο
επεξεργασία
δογματικός, -ή, -ό
- σχετικός με ένα δόγμα
- (μεταφορικά) που δεν δέχεται αντιρρήσεις
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δογματικός
|