Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονολιθικός η μονολιθική το μονολιθικό
      γενική του μονολιθικού της μονολιθικής του μονολιθικού
    αιτιατική τον μονολιθικό τη μονολιθική το μονολιθικό
     κλητική μονολιθικέ μονολιθική μονολιθικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονολιθικοί οι μονολιθικές τα μονολιθικά
      γενική των μονολιθικών των μονολιθικών των μονολιθικών
    αιτιατική τους μονολιθικούς τις μονολιθικές τα μονολιθικά
     κλητική μονολιθικοί μονολιθικές μονολιθικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονολιθικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική monolithique < (ελληνιστική κοινήμόνος + λιθικός < αρχαία ελληνική λίθος

  Επίθετο επεξεργασία

μονολιθικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με τον μονόλιθο, ανήκει σ’ αυτόν ή αναφέρεται σ’ αυτόν
  2. που αποτελείται ή έχει φτιαχτεί από μία μόνο πέτρα, έναν λίθο
  3. (μεταφορικά) που δύσκολα διασπάται, που είναι ομοιογενής
     συνώνυμα: συμπαγής
  4. (μεταφορικά) που δύσκολα αλλάζει ή εξελίσσεται
     συνώνυμα: αμετακίνητος, ακλόνητος, μονοκόμματος, ευθύς, ντόμπρος, ακέραιος, ίσιος, άκαμπτος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία