μονολιθικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μονολιθικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική monolithique < (ελληνιστική κοινή) μόνος + λιθικός < αρχαία ελληνική λίθος
Επίθετο
επεξεργασίαμονολιθικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον μονόλιθο, ανήκει σ’ αυτόν ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- που αποτελείται ή έχει φτιαχτεί από μία μόνο πέτρα, έναν λίθο
- που αποτελείται από, οδηγείται, αναλύεται σε μοναδική εκδοχή - πραγματικότητα
- αστατιστικός (που δεν αναλύεται στατιστικά), αποσόστωτος, ακλασματικός, ενιαίος, απιθανικός, απιθανοτικός
- Η μονολιθική ερμηνεία των κοινωνικών ζυμώσεων, θα φαντάζει γραφική στον μελετητή του διαφορετικού από την πρόβλεψη μέλλοντος. Δεν υπάρχει μόνο μία τάση, και γεννώνται νέες κατά την πορεία!
- αστατιστικός (που δεν αναλύεται στατιστικά), αποσόστωτος, ακλασματικός, ενιαίος, απιθανικός, απιθανοτικός
- που αποτελείται από, οδηγείται, αναλύεται σε μοναδική εκδοχή - πραγματικότητα
- (μεταφορικά) που δύσκολα διασπάται, που είναι ομοιογενής
- (μεταφορικά) που δύσκολα αλλάζει ή εξελίσσεται
Συγγενικά
επεξεργασία- μονολιθικά
- → δείτε τις λέξεις μονόλιθος, μόνος και λίθος
Μεταφράσεις
επεξεργασία μονολιθικός