↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ντόμπρος η ντόμπρα το ντόμπρο
      γενική του ντόμπρου της ντόμπρας του ντόμπρου
    αιτιατική τον ντόμπρο την ντόμπρα το ντόμπρο
     κλητική ντόμπρε ντόμπρα ντόμπρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ντόμπροι οι ντόμπρες τα ντόμπρα
      γενική των ντόμπρων των ντόμπρων των ντόμπρων
    αιτιατική τους ντόμπρους τις ντόμπρες τα ντόμπρα
     κλητική ντόμπροι ντόμπρες ντόμπρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ντόμπρος < (άμεσο δάνειο) σλαβικής προέλευσης dobăr, dobro.[1] πβ. σλοβακικά dobrý (καλός), ρωσικά добрый (καλός)

  Επίθετο

επεξεργασία

ντόμπρος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία