ντόμπρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ντόμπρος | η | ντόμπρα | το | ντόμπρο |
γενική | του | ντόμπρου | της | ντόμπρας | του | ντόμπρου |
αιτιατική | τον | ντόμπρο | την | ντόμπρα | το | ντόμπρο |
κλητική | ντόμπρε | ντόμπρα | ντόμπρο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ντόμπροι | οι | ντόμπρες | τα | ντόμπρα |
γενική | των | ντόμπρων | των | ντόμπρων | των | ντόμπρων |
αιτιατική | τους | ντόμπρους | τις | ντόμπρες | τα | ντόμπρα |
κλητική | ντόμπροι | ντόμπρες | ντόμπρα | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ντόμπρος < (άμεσο δάνειο) σλαβικής προέλευσης dobăr, dobro.[1] πβ. σλοβακικά dobrý (καλός), ρωσικά добрый (καλός)
Επίθετο
επεξεργασίαντόμπρος
- ειλικρινής, χωρίς προσποιήσεις
Συγγενικά
επεξεργασία- ντομπροσύνη
- ντόμπρα (επίρρημα)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ντόμπρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας