droit
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- droit <
παλαιά γαλλική dreit < λατινική directus
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | droit | droits |
θηλυκό | droite | droites |
droit (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
droit | droits |
droit (fr) αρσενικό
Επίρρημα
επεξεργασίαdroit (fr)
- ευθεία
- va tout droit - πήγαινε όλο ευθεία