Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
droit droits

droit (fr) αρσενικό

Επίρρημα

επεξεργασία

droit (fr)

  • ευθεία
    va tout droit - πήγαινε όλο ευθεία