ευθεία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ευθεία < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ευθύς (ευθεία γραμμή)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ευθεία θηλυκό
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- ευθεία στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
ευθεία
- προχωρώντας σε ευθεία γραμμή, χωρίς να στρίψεις καθόλου, ίσια (για κατεύθυνση)
- πήγαινε ευθεία, όπου σε πάει ο δρόμος, και μετά από δύο χιλιόμετρα στρίψε αριστερά
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ευθεία
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
ευθεία
- θηλυκό του ευθύς, στην ονομαστική και την κλητική του ενικού