πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευθυτενής η ευθυτενής το ευθυτενές
      γενική του ευθυτενούς* της ευθυτενούς του ευθυτενούς
    αιτιατική τον ευθυτενή την ευθυτενή το ευθυτενές
     κλητική ευθυτενή(ς) ευθυτενής ευθυτενές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευθυτενείς οι ευθυτενείς τα ευθυτενή
      γενική των ευθυτενών των ευθυτενών των ευθυτενών
    αιτιατική τους ευθυτενείς τις ευθυτενείς τα ευθυτενή
     κλητική ευθυτενείς ευθυτενείς ευθυτενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

ευθυτενής, -ής, -ές

  • (λόγιο) που στέκεται στητός, ίσιος, χωρίς να σκύβει ή να καμπουριάζει
      ευθυτενές παράστημα

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία