↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευθυτενής η ευθυτενής το ευθυτενές
      γενική του ευθυτενούς* της ευθυτενούς του ευθυτενούς
    αιτιατική τον ευθυτενή την ευθυτενή το ευθυτενές
     κλητική ευθυτενή(ς) ευθυτενής ευθυτενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευθυτενείς οι ευθυτενείς τα ευθυτενή
      γενική των ευθυτενών των ευθυτενών των ευθυτενών
    αιτιατική τους ευθυτενείς τις ευθυτενείς τα ευθυτενή
     κλητική ευθυτενείς ευθυτενείς ευθυτενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ευθυτενής < ελληνιστική κοινή εὐθυτενής < αρχαία ελληνική εὐθύς + τείνω

  Επίθετο

επεξεργασία

ευθυτενής, -ής, -ές

  • (λόγιο) που στέκεται στητός, ίσιος, χωρίς να σκύβει ή να καμπουριάζει
    ⮡  ευθυτενές παράστημα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία