ίσιος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ίσιος < μεσαιωνική λέξη που προήλθε από το επίσης μεσαιωνικό ισιάζω < αρχ. ελληνικό ρήμα ἰσάζω < αρχ. ελληνικό επίθετο ἴσος, αλλά ενώ η ριζική λέξη ἴσος παραμένει στη γλώσσα με την αρχική της έννοια ως ίσος, το παράγωγο ίσιος διαχωρίζεται σημαντικά ως έννοια
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ίσιος, -α, -ο
- ευθύς (για γραμμές ή για αντικείμενα) ή επίπεδος (για επιφάνειες)
- κράτα το κορμί σου ίσιο, μην καμπουριάζεις
- (μεταφορικά) ο ίσιος δρόμος: η ζωή που είναι σύμφωνη με τους γραπτούς και άγραφους νόμους
- (μεταφορικά) (για χαρακτήρες) ευθύς, τίμιος, ειλικρινής, ντόμπρος
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- στα ίσια και στα ίσα: ευθέως, χωρίς περιστροφές