Δείτε επίσης: -ίσιος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ίσιος η ίσια το ίσιο
      γενική του ίσιου της ίσιας του ίσιου
    αιτιατική τον ίσιο την ίσια το ίσιο
     κλητική ίσιε ίσια ίσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ίσιοι οι ίσιες τα ίσια
      γενική των ίσιων των ίσιων των ίσιων
    αιτιατική τους ίσιους τις ίσιες τα ίσια
     κλητική ίσιοι ίσιες ίσια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ίσιος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἴσιος < ἰσι(άζω) + -ιος[1] < αρχαία ελληνική ἰσάζω < ἴσος (ίσος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈi.sços/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ί‐σιος

  Επίθετο

επεξεργασία

ίσιος, -α, -ο

  1. ευθύς (για γραμμές ή για αντικείμενα)
     αντώνυμα: στραβός, τεθλασμένος
  2. επίπεδος (για επιφάνειες)
    κράτα το κορμί σου ίσιο, μην καμπουριάζεις
     συνώνυμα: ευθυτενής
  3. (μεταφορικά) σύμφωνος με τους γραπτούς και άγραφους νόμους
    τράβηξε τον ίσιο, τίμιο δρόμο στη ζωή του και πρόκοψε
  4. (μεταφορικά, για χαρακτήρες) ευθύς, τίμιος, ειλικρινής, ντόμπρος

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία