straight
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | straight |
συγκριτικός | straighter |
υπερθετικός | straightest |
straight (en)
- ίσιος, ευθύς, χωρίς καμπύλες
- ⮡ a straight road - ίσιος δρόμος
- ⮡ a straight line - ευθεία γραμμή
- όρθιος, ίσιος, επίπεδος
- ευθύς, ντόμπρος, ειλικρινής
- ⮡ I want to be straight with you.
- Θέλω να είμαι ευθύς μαζί σου.
- ⮡ I demand a straight answer.
- Απαιτώ μια ντόμπρη απάντηση.
- ⮡ I want to be straight with you.
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) συνεχής, διαδοχικός και χωρίς διακοπή
- ⮡ I won ten straight games.
- Κέρδισα δέκα συνεχή παιχνίδια.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη consecutive
- ⮡ I won ten straight games.
- σκέτος, για ένα αλκοολούχο ποτό χωρίς νερό ή οτιδήποτε άλλο
- ⮡ a straight whiskey/a whiskey straight - σκέτο ουίσκι
- (ανεπίσημο) στρέιτ, ετεροφυλόφιλος
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη heterosexual
Επίρρημα
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | straight |
συγκριτικός | straighter |
υπερθετικός | straightest |
straight (en)
- ίσια, κατευθείαν, σε ευθεία γραμμή
- ίσια, κατευθείαν, αμέσως και χωρίς παρεκκλίσεις από την καθορισμένη πορεία ή χωρίς στάσεις ή ενδιάμεσους σταθμούς
- ⮡ He came straight to my office.
- Ήρθε ίσια στο γραφείο μου.
- ⮡ I went straight home.
- Πήγα κατευθείαν σπίτι.
- ⮡ I will go straight to the manager.
- Θα πάω κατευθείαν στο διευθυντή.
- ⮡ This year, we went from summer straight into winter.
- Φέτος, μπήκαμε από το καλοκαίρι κατευθείαν στο χειμώνα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις directly και immediately
- ⮡ He came straight to my office.
- ίσια, σε επίπεδη ή κάθετη θέση· στη σωστή θέση
- ⮡ Sit (up) straight!
- Κάθισε ίσια!
- ⮡ Sit (up) straight!
- (μερικές φορές με up/out) στα ίσια, κατευθείαν, ειλικρινά και άμεσα
- ⮡ He straight (out) refused to help us.
- Αρνήθηκε στα ίσια να μας βοηθήσει.
- ⮡ I told him straight (up) what I thought of him.
- Του είπα στα ίσια τι σκεφτόμουν γι' αυτόν.
- ⮡ I will tell it to him straight.
- Θα του τα πω κατευθείαν.
- ⮡ He straight (out) refused to help us.
- αδιάκοπα, συνεχώς, χωρίς διακοπή
- ⮡ It has been snowing for the last few days straight.
- Τις τελευταίες μέρες χιονίζει αδιάκοπα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη continuously
- ⮡ It has been snowing for the last few days straight.