consecutive
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /kɒnsɛkjuːtiv/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
consecutive (en)
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Ιταλικά (it)Επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
consecutive (it)
- θηλυκό του consecutivo