Ετυμολογία

επεξεργασία
consecutively < consecutive + -ly

Επίρρημα

επεξεργασία

consecutively (en) (χωρίς παραθετικά)

  • συνέχεια, αλληλοδιάδοχα, διαδοχικά, αλλεπάλληλα, που διαδέχονται το ένα μετά το άλλο σε μια συνεχή σειρά
    παράδειγμα  He hit the target ten times consecutively.
    Πέτυχε το στόχο δέκα φορές συνέχεια.
    παράδειγμα  There were three explosions consecutively.
    Έγιναν τρεις εκρήξεις αλληλοδιάδοχα.
    παράδειγμα  The president of the government received the parties’ leaders consecutively.
    Ο πρόεδρος της κυβερνήσεως δέχτηκε διαδοχικά τους αρχηγούς των κομμάτων.
     συνώνυμα: in a row, successively,  και δείτε τη λέξη continuously