in a row
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαin a row (en)
- (ιδιωματισμός) στη σειρά, συνέχεια, αλληλοδιάδοχα
- ⮡ I won five times in a row.
- Κέρδισα πέντε φορές στη σειρά.
- ⮡ He’s out five days in a row.
- Λείπει πέντε μέρες στη σειρά.
- ⮡ He hit the target ten times in a row.
- Πέτυχε το στόχο δέκα φορές συνέχεια.
- ⮡ There were three explosions in a row.
- Έγιναν τρεις εκρήξεις αλληλοδιάδοχα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη consecutively
- ⮡ I won five times in a row.