row
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
row | rows |
row (en)
- γραμμή
- καβγάς
- (βάσεις δεδομένων) η γραμμή ενός πίνακα στις σχεσιακές βάσεις δεδομένων
ενικός | πληθυντικός |
row | rows |
row (en)