• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

row

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αγγλικά (en)
    • 1.1 Προφορά
    • 1.2 Ουσιαστικό
    • 1.3 Ρήμα

Αγγλικά (en) Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɹəʊ/ (βρετανικό)
ομόηχο: roe (αυγοτάραχο)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
row rows

row (en)

  1. γραμμή
  2. καυγάς
  3. (βάσεις δεδομένων) η γραμμή ενός πίνακα στις σχεσιακές βάσεις δεδομένων
    συνώνυμο: πλειάδα (tuple) (στη θεωρία της επιστήμης των υπολογιστών)

  ΡήμαΕπεξεργασία

ενεστώτας row
γ΄ ενικό ενεστώτα rows
αόριστος rowed
παθητική μετοχή rowed
ενεργητική μετοχή rowing

row (en)

  • κωπηλατώ
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=row&oldid=4491799"
Τελευταία επεξεργασία στις 23 Φεβρουαρίου 2020, στις 01:12

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 23 Φεβρουαρίου 2020, στις 01:12.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie