ενικός         πληθυντικός  
roe roes

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɹəʊ/ (βρετανικό)
ομόηχο: row (σειρά, καυγάς)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

roe (en)

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία