κωπηλατώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κωπηλατώ < αρχαία ελληνική κωπηλατέω < κώπη + ἐλαύνω
Ρήμα
επεξεργασίακωπηλατώ, πρτ.: κωπηλατούσα, στ.μέλλ.: θα κωπηλατήσω, αόρ.: κωπηλάτησα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κωπηλάτης