ἐλαύνω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἐλαύνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁el- (κινώ, οδηγώ, πηγαίνω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐλαύνω, μέσο-παθητικό ἐλαύνομαι
- οδηγώ
- οδηγώ μακριά, διώχνω
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 210 Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- τοὺς μητραλοίας ἐκ δόμων ἐλαύνομεν
- Να διώχνουμε τους μητροκτόνους απ' τα σπίτια
- τοὺς μητραλοίας ἐκ δόμων ἐλαύνομεν
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Νόμοι, 9, 881b 9.881@scaife.perseus
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 210 Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- κωπηλατώ
- προχωρώ έφιππος
Πηγές
επεξεργασία- ἐλαύνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐλαύνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.