Δείτε επίσης: ελαύνω

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐλαύνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁el- (κινώ, οδηγώ, πηγαίνω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐλαύνω, μέσο-παθητικό ἐλαύνομαι

  1. οδηγώ
  2. οδηγώ μακριά, διώχνω
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 210 Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
    τοὺς μητραλοίας ἐκ δόμων ἐλαύνομεν
    Να διώχνουμε τους μητροκτόνους απ' τα σπίτια
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Νόμοι, 9, 881b 9.881@scaife.perseus
  3. κωπηλατώ
  4. προχωρώ έφιππος

  Πηγές επεξεργασία