Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἐλαύνω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ελαύνω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επεξεργασία
Ετυμολογία
Επεξεργασία
ἐλαύνω
<
πρωτοϊνδοευρωπαϊκή
*
h₁el
- (
κινώ
,
οδηγώ
,
πηγαίνω
)
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
ἐλαύνω
,
μέσο-παθητικό
ἐλαύνομαι
οδηγώ
κωπηλατώ
προχωρώ
έφιππος