πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μητραλοίας οι μητραλοίες
      γενική του μητραλοία των μητραλοιών
    αιτιατική τον μητραλοία τους μητραλοίες
     κλητική μητραλοία μητραλοίες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

μητραλοίας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μητραλοίας < μητρ- + ἀλοι- ἀλοιάω + -ας. Για το δεύτερο συνθετικό  δείτε τις λέξεις αλώνι και άλως.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μητραλοίας αρσενικό

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.



Ετυμολογία

επεξεργασία

μητραλοίας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μητραλοίας < μητρ- + ἀλοι- ἀλοιάω + -ας. Για το δεύτερο συνθετικό  δείτε τη λέξη ἀλώνιν.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μητραλοίας αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μητραλοίᾱς οἱ μητραλοῖαι
      γενική τοῦ μητραλοίου τῶν μητραλοιῶν
      δοτική τῷ μητραλοί τοῖς μητραλοίαις
    αιτιατική τὸν μητραλοίᾱν τοὺς μητραλοίᾱς
     κλητική ! μητραλοί μητραλοῖαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μητραλοί
γεν-δοτ τοῖν  μητραλοίαιν
1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'λογοθήρας' όπως «λογοθήρας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

μητραλοίας < (μήτηρ) μητρ- + ἀλοι- (< ἀλοιάω, επικός τύπος του ἀλοάω (χτυπώ)  δείτε και τις λέξεις ἀλέω, ἅλως και ἀλωή) + -ας

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μητραλοίας, -ου αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις μήτηρ και ἀλωή