μητραλοίας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαμητραλοίας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μητραλοίας < μητρ- + ἀλοι- ἀλοιάω + -ας. Για το δεύτερο συνθετικό → δείτε τις λέξεις αλώνι και άλως.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mi.tɾaˈli.as/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μη‐τρα‐λοί‐ας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμητραλοίας αρσενικό
- (αρχαιοπρεπές) ο μητροκτόνος
- (μεταφορικά) προδότης, που χτυπάει τη μητέρα πατρίδα) του
- ※ Για τους Βενιζελικούς στρατιωτικούς και προπαντός για τους Αμυνίτες, που πολεμούσαν από το φθινόπωρο του 1916 για την ελληνική Μακεδονία, όλοι αυτοί – οι στασιαστές, οι λιποτάκτες και κατεξοχήν οι αυτομόλοι – δεν ήσαν παρά “επάρατοι μητραλοίαι”(πληθυντικός μητραλοῖαι) (Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος (2015) 1915 - Ο Εθνικός Διχασμός, Εκδόσεις Πατάκη)
Μεταφράσεις
επεξεργασία μητραλοίας
→ δείτε τις λέξεις μητροκτόνος και προδότης |
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Ετυμολογία
επεξεργασίαμητραλοίας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μητραλοίας < μητρ- + ἀλοι- ἀλοιάω + -ας. Για το δεύτερο συνθετικό → δείτε τη λέξη ἀλώνιν.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμητραλοίας αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- μητραλοίας - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | μητραλοίᾱς | οἱ | μητραλοῖαι |
γενική | τοῦ | μητραλοίου | τῶν | μητραλοιῶν |
δοτική | τῷ | μητραλοίᾳ | τοῖς | μητραλοίαις |
αιτιατική | τὸν | μητραλοίᾱν | τοὺς | μητραλοίᾱς |
κλητική ὦ! | μητραλοίᾱ | μητραλοῖαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μητραλοίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μητραλοίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'λογοθήρας' όπως «λογοθήρας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαμητραλοίας < (μήτηρ) μητρ- + ἀλοι- (< ἀλοιάω, επικός τύπος του ἀλοάω (χτυπώ) → δείτε και τις λέξεις ἀλέω, ἅλως και ἀλωή) + -ας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμητραλοίας, -ου αρσενικό
- ο μητροκτόνος
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 210 Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- τοὺς μητραλοίας ἐκ δόμων ἐλαύνομεν
- Να διώχνουμε τους μητροκτόνους απ' τα σπίτια
- τοὺς μητραλοίας ἐκ δόμων ἐλαύνομεν
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Νόμοι, 9, 881b 9.881@scaife.perseus
- οὐ γὰρ ἂν ἐγίγνοντό ποτε μητραλοῖαί τε καὶ τῶν ἄλλων γεννητόρων ἀνόσιοι πληγῶν τόλμαι
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 210 Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις μήτηρ και ἀλωή
Πηγές
επεξεργασία- μητραλοίας - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μητραλοίας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.