προδότης
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | προδότης | οι | προδότες |
γενική | του | προδότη | των | προδοτών |
αιτιατική | τον | προδότη | τους | προδότες |
κλητική | προδότη | προδότες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- προδότης < αρχαία ελληνική προδότης < προδίδωμι < πρό + δίδωμι
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾoˈðo.tis/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
προδότης αρσενικό (θηλυκό: προδότρια, προδότρα, προδότισσα)
- αυτός που προδίδει την πατρίδα του
- που καταδίδει πρόσωπο σε εχθρούς
- που αθετεί ηθικές υποχρεώσεις.
- που εγκαταλείπει φίλους ή οικείους σε ώρα ανάγκης
- που φανερώνει μυστικά
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- προδοτικός
- προδοτικά
- προδότρα, προδότρια, προδότισσα
- → δείτε τη λέξη προδίδω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
προδότης