άλως
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άλως | ||
γενική | της | άλω | ||
αιτιατική | την | άλω | ||
κλητική | άλω | |||
Η αρχαία ἅλως είχε πληθυντικό. | ||||
όπως «άλως» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- άλως < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική ἅλως
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
άλως θηλυκό
- (αστρονομία) ο φωτεινός περίγυρος της σελήνης και του ήλιου
- (θρησκεία) το φωτοστέφανο των αγίων
- (ιατρική)
- ο εξωτερικός κύκλος του βολβού του ματιού
- ο κύκλος που περιβάλλει τη θηλή του γυναικείου μαστού
- (μετεωρολογία) το φαινόμενο που προκαλείται από τη διάθλαση και ανάκλαση του ηλιακού ή σεληνιακού φωτός πάνω στους παγοκρυστάλλους των νεφών
- (φωτογραφία) φωτεινοί δίσκοι από ανάκλαση από μια δυνατή φωτεινή πηγή που παρατηρούνται σε φωτογραφίες
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- άλως στη Βικιπαίδεια