ανάκλαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανάκλαση | οι | ανακλάσεις |
γενική | της | ανάκλασης* | των | ανακλάσεων |
αιτιατική | την | ανάκλαση | τις | ανακλάσεις |
κλητική | ανάκλαση | ανακλάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανακλάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανάκλαση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνάκλα(σις) + -ση [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈna.kla.si/
- παρώνυμα: ανάκληση, ανάκλιση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανάκλαση θηλυκό
- το φαινόμενο κατά το οποίο ένα μέτωπο κύματος (φωτός, ήχου, νερού, ηλεκτρομαγνητικό) αλλάζει διεύθυνση διάδοσης (και γυρίζει στο ίδιο μέσο από όπου είχε εκπεμφθεί) όταν προσπίπτει σε επιφάνεια που το διαχωρίζει από άλλο μέσο διάδοσης
- η αυτόματη αντίδραση του μυικού συστήματος αλλά και οργάνων (σπάνια χρήση -πλέον αυτές οι αντιδράσεις αναφέρονται ως ανακλαστικά και αντανακλαστικά)
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- ανάκλαση στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανάκλαση
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ανάκλαση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας