Ετυμολογία

επεξεργασία
ανακλώ < αρχαία ελληνικήἀνακλάω-ἀνακλῶ

ανακλώ (δόκιμο σε ενεστώτα και παρατατικό, παθητικό: ανακλώμαι)

  1. (για επιφάνειες, υλικά) δεν απορροφώ κύματα και εκτρέπω τη διεύθυνση διάδοσής τους,
    ο καθρέφτης ανακλά τα κύματα φωτός
  2. (παθητικό) δεν απορροφώμαι και αλλάζω διεύθυνση
    Τα ηχητικά κύματα όταν προσπίπτουν σε λείες επιφάνειες ανακλώνται και έχουμε σαν αποτέλεσμα την ηχώ

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία