ανακλώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανακλώ < αρχαία ελληνικήἀνακλάω-ἀνακλῶ
Ρήμα
επεξεργασίαανακλώ (δόκιμο σε ενεστώτα και παρατατικό, παθητικό: ανακλώμαι)
- (για επιφάνειες, υλικά) δεν απορροφώ κύματα και εκτρέπω τη διεύθυνση διάδοσής τους,
- ο καθρέφτης ανακλά τα κύματα φωτός
- (παθητικό) δεν απορροφώμαι και αλλάζω διεύθυνση
- Τα ηχητικά κύματα όταν προσπίπτουν σε λείες επιφάνειες ανακλώνται και έχουμε σαν αποτέλεσμα την ηχώ