αντανακλώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααντανακλώ (ρήμα δόκιμο σε περιορισμένους χρόνους, κυρίως ως κακόηχο στους υπόλοιπους, παθητικό: αντανακλώμαι)
- ανακλώ (ακτίνες, κύματα φωτός, ήχου κ.λπ.), καθρεφτίζω
- Το γαλήνιο νερό αντανακλά σαν καθρέφτης το πρόσωπό σου
- Το πρόσωπό σου αντανακλάται στο νερό
- εκτρέπομαι σαν διαδρομή, αλλάζω διεύθυνση, μεταφέρομαι αλλού
- απηχώ, ανακλώ, εκφράζω με έμμεσο τρόπο
- (μεταφορικά) έχω συνέπειες και σε άλλους (π.χ. κάτι παράνομο που κάνω εγώ προσπίπτει στην κοινωνία και σαν δέσμη ακτίνων αντανακλάται πίσω σε εμένα αλλά και σε όλη μου την οικογένεια, τους φίλους μου κ.λπ.)
- Οι απόψεις που εκφράζεις τελευταία αντανακλώνται και στο κόμμα μας -ή παραιτήσου από βουλευτής μας ή πρόσεχε τις δημόσιες δηλώσεις σου