καθρεφτίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακαθρεφτίζω, πρτ.: καθρέφτιζα, στ.μέλλ.: θα καθρεφτίσω, αόρ.: καθρέφτισα, παθ.φωνή: καθρεφτίζομαι, μτχ.π.π.: καθρεφτισμένος
- λειτουργώ ως καθρέφτης και σχηματίζω το είδωλο ενός αντικειμένου
- (μεταφορικά) φανερώνω με τρόπο διαυγή τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου, συνόλου, κοινωνίας κλπ
- (παθητικό) → δείτε τη λέξη καθρεφτίζομαι
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καθρεφτίζω | καθρέφτιζα | θα καθρεφτίζω | να καθρεφτίζω | καθρεφτίζοντας | |
β' ενικ. | καθρεφτίζεις | καθρέφτιζες | θα καθρεφτίζεις | να καθρεφτίζεις | καθρέφτιζε | |
γ' ενικ. | καθρεφτίζει | καθρέφτιζε | θα καθρεφτίζει | να καθρεφτίζει | ||
α' πληθ. | καθρεφτίζουμε | καθρεφτίζαμε | θα καθρεφτίζουμε | να καθρεφτίζουμε | ||
β' πληθ. | καθρεφτίζετε | καθρεφτίζατε | θα καθρεφτίζετε | να καθρεφτίζετε | καθρεφτίζετε | |
γ' πληθ. | καθρεφτίζουν(ε) | καθρέφτιζαν καθρεφτίζαν(ε) |
θα καθρεφτίζουν(ε) | να καθρεφτίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καθρέφτισα | θα καθρεφτίσω | να καθρεφτίσω | καθρεφτίσει | ||
β' ενικ. | καθρέφτισες | θα καθρεφτίσεις | να καθρεφτίσεις | καθρέφτισε | ||
γ' ενικ. | καθρέφτισε | θα καθρεφτίσει | να καθρεφτίσει | |||
α' πληθ. | καθρεφτίσαμε | θα καθρεφτίσουμε | να καθρεφτίσουμε | |||
β' πληθ. | καθρεφτίσατε | θα καθρεφτίσετε | να καθρεφτίσετε | καθρεφτίστε | ||
γ' πληθ. | καθρέφτισαν καθρεφτίσαν(ε) |
θα καθρεφτίσουν(ε) | να καθρεφτίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καθρεφτίσει | είχα καθρεφτίσει | θα έχω καθρεφτίσει | να έχω καθρεφτίσει | ||
β' ενικ. | έχεις καθρεφτίσει | είχες καθρεφτίσει | θα έχεις καθρεφτίσει | να έχεις καθρεφτίσει | ||
γ' ενικ. | έχει καθρεφτίσει | είχε καθρεφτίσει | θα έχει καθρεφτίσει | να έχει καθρεφτίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καθρεφτίσει | είχαμε καθρεφτίσει | θα έχουμε καθρεφτίσει | να έχουμε καθρεφτίσει | ||
β' πληθ. | έχετε καθρεφτίσει | είχατε καθρεφτίσει | θα έχετε καθρεφτίσει | να έχετε καθρεφτίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καθρεφτίσει | είχαν καθρεφτίσει | θα έχουν καθρεφτίσει | να έχουν καθρεφτίσει |
|