Ετυμολογία

επεξεργασία
καθρεφτίζω < καθρέφτης + -ίζω

καθρεφτίζω, πρτ.: καθρέφτιζα, στ.μέλλ.: θα καθρεφτίσω, αόρ.: καθρέφτισα, παθ.φωνή: καθρεφτίζομαι, μτχ.π.π.: καθρεφτισμένος

  1. λειτουργώ ως καθρέφτης και σχηματίζω το είδωλο ενός αντικειμένου
  2. (μεταφορικά) φανερώνω με τρόπο διαυγή τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου, συνόλου, κοινωνίας κλπ
  3. (παθητικό)  δείτε τη λέξη καθρεφτίζομαι


Μεταφράσεις

επεξεργασία