είδωλο
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | είδωλο | είδωλα |
γενική | ειδώλου | ειδώλων |
αιτιατική | είδωλο | είδωλα |
κλητική | είδωλο | είδωλα |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- είδωλο < αρχαία ελληνική εἴδωλον
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
είδωλο ουδέτερο
- ομοίωμα, άγαλμα θεότητας,αντικείμενο λατρείας
- κάποιος διάσημος, κυρίως από το χώρο της μουσικής ή του κινηματογράφου, που γίνεται αντικείμενο θαυμασμού και εκδηλώσεων λατρείας από το κοινό
- εικόνα από αντανάκλαση ή άλλο οπτικό φαινόμενο
- παρατηρώ το είδωλό μου στον καθρέφτη