διάσημος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | διάσημος | η | διάσημη | το | διάσημο |
γενική | του | διάσημου | της | διάσημης | του | διάσημου |
αιτιατική | τον | διάσημο | τη | διάσημη | το | διάσημο |
κλητική | διάσημε | διάσημη | διάσημο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | διάσημοι | οι | διάσημες | τα | διάσημα |
γενική | των | διάσημων | των | διάσημων | των | διάσημων |
αιτιατική | τους | διάσημους | τις | διάσημες | τα | διάσημα |
κλητική | διάσημοι | διάσημες | διάσημα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διάσημος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διάσημος[1] < διά + σῆμα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈði̯a.si.mos/ & /ˈðʝa.si.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ά‐ση‐μος
Επίθετο
επεξεργασίαδιάσημος, -η, -ο
- γνωστός σε πάρα πολύ κόσμο
- ※ Το καλό παιδί, που βλέπουμε να προτιμάνε οι γυναίκες στις ταινίες του Ξανθόπουλου, είναι το μεγαλύτερο ψέμα «ever» τον λένε και μαλάκα από πάνω. Μη σου πω και αδερφή. Και σε αυτόν, που 'ναι παρτάκιας αλλά είναι διάσημος ή φραγκάτος, του στήνονται στα τέσσερα στο άψε σβήσε (Δημήτρης Παπαδημητρίου, Μνήμες Σκοτεινά Αναδυόμενες, εκδ. Ακακία, 2013 [1])
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διάσημος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ διάσημος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- διάσημος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διάσημος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.