↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διάσημος η διάσημη το διάσημο
      γενική του διάσημου της διάσημης του διάσημου
    αιτιατική τον διάσημο τη διάσημη το διάσημο
     κλητική διάσημε διάσημη διάσημο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διάσημοι οι διάσημες τα διάσημα
      γενική των διάσημων των διάσημων των διάσημων
    αιτιατική τους διάσημους τις διάσημες τα διάσημα
     κλητική διάσημοι διάσημες διάσημα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διάσημος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διάσημος[1] < διά + σῆμα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈði̯a.si.mos/ & /ˈðʝa.si.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐ά‐ση‐μος

  Επίθετο

επεξεργασία

διάσημος, -η, -ο

  • γνωστός σε πάρα πολύ κόσμο
    ※  Το καλό παιδί, που βλέπουμε να προτιμάνε οι γυναίκες στις ταινίες του Ξανθόπουλου, είναι το μεγαλύτερο ψέμα «ever» τον λένε και μαλάκα από πάνω. Μη σου πω και αδερφή. Και σε αυτόν, που 'ναι παρτάκιας αλλά είναι διάσημος ή φραγκάτος, του στήνονται στα τέσσερα στο άψε σβήσε (Δημήτρης Παπαδημητρίου, Μνήμες Σκοτεινά Αναδυόμενες, εκδ. Ακακία, 2013 [1])

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / διάσημος τὸ διάσημον
      γενική τοῦ/τῆς διασήμου τοῦ διασήμου
      δοτική τῷ/τῇ διασήμ τῷ διασήμ
    αιτιατική τὸν/τὴν διάσημον τὸ διάσημον
     κλητική ! διάσημε διάσημον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ διάσημοι τὰ διάσημ
      γενική τῶν διασήμων τῶν διασήμων
      δοτική τοῖς/ταῖς διασήμοις τοῖς διασήμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς διασήμους τὰ διάσημ
     κλητική ! διάσημοι διάσημ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διασήμω τὼ διασήμω
      γεν-δοτ τοῖν διασήμοιν τοῖν διασήμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ζητούμενο λήμμα