μαλάκας
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μαλάκας | οι | μαλάκες |
γενική | του | μαλάκα | των | μαλάκων |
αιτιατική | τον | μαλάκα | τους | μαλάκες |
κλητική | μαλάκα | μαλάκες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- μαλάκας < μεσαιωνική ελληνική μαλάκα (θηλυκό (μαλάκυνση) + -ας < ελληνιστική κοινή μαλακός (παθητικός ομοφυλόφιλος) με (αναδρομικός σχηματισμός) από το μαλακία[1] < αρχαία ελληνική μαλακός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mlakos
Προφορά
Ουσιαστικό
μαλάκας αρσενικό
- (κυριολεκτικά) αυτός που αυνανίζεται
- (μεταφορικά, μειωτικό) ο αποβλακωμένος, ο αποχαυνωμένος
- (μεταφορικά, υβριστικό) ο ποταπός, ο απεχθής, το κωλόπαιδο
- ※ Το καλό παιδί, που βλέπουμε να προτιμάνε οι γυναίκες στις ταινίες του Ξανθόπουλου, είναι το μεγαλύτερο ψέμα «ever» τον λένε και μαλάκα από πάνω. Μη σου πω και αδερφή. Και σε αυτόν, που 'ναι παρτάκιας αλλά είναι διάσημος ή φραγκάτος, του στήνονται στα τέσσερα στο άψε σβήσε (Δημήτρης Παπαδημητρίου, Μνήμες Σκοτεινά Αναδυόμενες, εκδ. Ακακία, 2013 [1])
- ο βλάκας, ο ηλίθιος, ο χαζός, ο κουτός, το κορόιδο
- (προσφώνηση, οικείο, προφορικό) (φιλική) προσφώνηση
Εκφράσεις
- είμαι περήφανος που είμαι μαλάκας: συνήθως απάντηση σε υβριστή, έχω αυτοπεποίθηση αδιαφορώντας για την αρνητική γνώμη των άλλων, αρέσκομαι να ενοχλώ
- την μαλακία πολλοί αγάπησαν, τον μαλάκα ουδείς: ο ενοχλητικός/αδιάφορος/αγενής/υπερόπτης δεν έχει ενσυναίσθηση, ο ίδιος νοιώθει καλά με τις πράξεις του, μα ενοχλεί τους άλλους με την συμπεριφορά του
- κόψε (λίγο) τη μαλακία: μην κάνεις βλακείες
- η μαλακία πάει σύννεφο: γίνονται πολλά ή από πολλούς συμπεριφορικά λάθη
- μπροστά στη μαλακία, τύφλα να 'χει το γαμήσι: την βρίσκω και μόνος μου, αυτοσυντονίζομαι καλύτερα μόνος μου παρά με παρτενέρ
- όταν δεις μαλάκα, πες καθρέφτης: η φράση είσαι μαλάκας ειπωμένη με γρίφο
- κοίτα (ρε) ένα μαλάκα/είσαι πολύ (μεγάλος) μαλάκας/πόσα κιλά μαλάκας είσαι/η πολύ μαλακία σε τύφλωσε/η μαλακία σε βάρεσε στον εγκέφαλο/η μαλακία σε βάρεσε κατακούτελα: επιφωνηματική φράση αγανάκτησης ή απόρριψης
- (πιο αναλυτικά μια απ' τις παραπάνω εκφράσεις) πόσα κιλά μαλάκας είσαι;: έκανες μεγάλη βλακεία, είσαι πολύ λάθος, έχεις λάθος στάση
- (καλά) ρε μαλάκα...: δίνοντας έμφαση στη φράση, συχνά επιπληκτικά
- αν στερέψ' η μαλακία, ο μαλάκας παραμένει: ο χαρακτήρας δεν αλλάζει ακόμα και σε ευνοϊκές συνθήκες
- αν η μαλακία ήταν άθλημα ο τάδε θα ήταν πρώτος: μειωτική-σκωπτική απόρριψη
- είπαν βλάκα τον μαλάκα και του έπεσε η βράκα: για κάτι αρνητικό που ήταν ήδη γνωστό
Συνώνυμα
Συγγενικά
Σύνθετα
- μαλακαντρέας
- μαλακοκαύλης
- μαλακοκεφτές
- μαλακολόι
- μαλακομπούκωμα
- μαλακοπίτουρας
- μαλακόφατσα
- αναρχομαλάκας
- αρχιμαλάκας
- αρχοντομαλάκας
- σκατομαλάκας
- χοντρομαλάκας
Δείτε επίσης
- μαλάκας στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
μαλάκας
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
μαλάκας θηλυκό
Αναφορές
- ↑ μαλάκας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας