αποχαυνωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποχαυνωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποχαυνώνω
Μετοχή
επεξεργασίααποχαυνωμένος -η -ο
- που έχει αποχαυνωθεί
- με ναρκωμένη αντίληψη και κρίση
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αποχαυνωμένος
|