Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποχαυνώνω < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀποχαυν(ῶ) + -ώνω < μεσαιωνική ελληνική ἀποχαυνοῦμαι (ἀποχαυνῶ, -όω) < ἀπο- + αρχαία ελληνική χαῦν(ος) + -όω/-όομαι > -ῶ/-οῦμαι. Μορφολογικά αναλύεται σε απο- + χαυνώνω.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.po.xavˈno.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐χαυ‐νώ‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

αποχαυνώνω, αόρ.: αποχαύνωσα, παθ.φωνή: αποχαυνώνομαι, π.αόρ.: αποχαυνώθηκα, μτχ.π.π.: αποχαυνωμένος

  • κάνω κάποιον χαύνο, τον φέρνω σε κατάσταση νωθρότητας και πλήρους αδράνειας, παραλύω τις σωματικές και διανοητικές δυνάμεις του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αντιδράσει
    Τον αποχαύνωσε τελείως η τηλεόραση.

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις από και χαύνος

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία