στο άψε σβήσε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στο άψε σβήσε → δείτε τη λέξη στο, άψε, προστακτική του λαϊκότροπου ρήματος άφτω (ανάβω) & σβήσε, προστακτική του σβήνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sto ˈapse ˈzvise/
Έκφραση
επεξεργασίαστο άψε σβήσε
- σε πολύ μικρό χρόνο, πολύ γρήγορα, αμέσως, αυτοστιγμεί, αστραπιαία
- ※ Το καλό παιδί, που βλέπουμε να προτιμάνε οι γυναίκες στις ταινίες του Ξανθόπουλου, είναι το μεγαλύτερο ψέμα «ever» τον λένε και μαλάκα από πάνω. Μη σου πω και αδερφή. Και σε αυτόν, που 'ναι παρτάκιας αλλά είναι διάσημος ή φραγκάτος, του στήνονται στα τέσσερα στο άψε σβήσε (Δημήτρης Παπαδημητρίου, Μνήμες Σκοτεινά Αναδυόμενες, εκδ. Ακακία, 2013 [1])
- ⮡ Όλα έγιναν στο άψε σβήσε.
- ⮡ Έλυνε πάντα τις δύσκολες ασκήσεις στο άψε σβήσε.
- άλλες μορφές: άψε σβήσε
Συνώνυμα
επεξεργασίαεκφράσεις για τις λέξεις αμέσως, αυτοστιγμεί
- όσο να πεις κύμινο, ώσπου να πεις κύμινο
- όσο να πεις κρεμμύδι, ώσπου να πεις κρεμμύδι
- πατ κιουτ
- σε χρόνο ντε τε
- στο πι και φι
- στο πιτς φιτίλι / πιτς φιτίλι
- τσακ μπαμ
δείτε επίσης
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεταφορική έκφραση για το πολύ γρήγορα
Πηγές
επεξεργασία- άψε σβήσε - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- άψε σβήσε - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)