Ετυμολογία

επεξεργασία
στο άψε σβήσε  δείτε τη λέξη στο, άψε, προστακτική του λαϊκότροπου ρήματος άφτω (ανάβω) & σβήσε, προστακτική του σβήνω

στο άψε σβήσε

  • σε πολύ μικρό χρόνο, πολύ γρήγορα, αμέσως, αυτοστιγμεί, αστραπιαία
      Το καλό παιδί, που βλέπουμε να προτιμάνε οι γυναίκες στις ταινίες του Ξανθόπουλου, είναι το μεγαλύτερο ψέμα «ever» τον λένε και μαλάκα από πάνω. Μη σου πω και αδερφή. Και σε αυτόν, που 'ναι παρτάκιας αλλά είναι διάσημος ή φραγκάτος, του στήνονται στα τέσσερα στο άψε σβήσε (Δημήτρης Παπαδημητρίου, Μνήμες Σκοτεινά Αναδυόμενες, εκδ. Ακακία, 2013 )
    παράδειγμα  Όλα έγιναν στο άψε σβήσε.
    παράδειγμα  Έλυνε πάντα τις δύσκολες ασκήσεις στο άψε σβήσε.
    άλλες μορφές: άψε σβήσε

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία