Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
notice notices

notice (en)

  1. γραπτή σημείωση, σημείωμα
  2. (μη μετρήσιμο) η αντίληψη, η είδηση, η ενέργεια κάποιου που δίνει προσοχή σε κάποιον ή κάτι ή γνωρίζει για κάτι
    Didn't you take any notice of the changes?
    Δεν έπεσαν στην αντίληψή σου κάποιες αλλαγές;
    He left without attracting any notice.
    Έφυγε χωρίς να τον πάρουν είδηση.
  3. (μη μετρήσιμο) η προθεσμία, επίσημη ενημέρωση ή προειδοποίηση
    I was given six months’ notice to leave the house.
    Μου δώσανε έξη μήνες προθεσμία να εγκαταλείψω το σπίτι.

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας notice
γ΄ ενικό ενεστώτα notices
αόριστος noticed
παθητική μετοχή noticed
ενεργητική μετοχή noticing

notice (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) σημειώνω, παρατηρώ, αντιλαμβάνομαι, επισημαίνω, βλέπω ή ακούω κάποιον ή κάτι
    Did you notice the similarity between them?
    Παρατήρησες την ομοιότητα μεταξύ τους;
    She noticed that his hands were trembling.
    Παρατήρησε ότι τα χέρια του έτρεμαν.
    Didn't you notice any changes?
    Δεν αντιλήφθηκες κάποιες αλλαγές;
     συνώνυμα: spot
  2. (μεταβατικό) παίρνω είδηση από τους άλλους
    Make sure not to be noticed.
    Κοίτα μη σε πάρουν είδηση.
    He jumped in to steal apple, but they noticed him.
    Πήδηξε μέσα να κλέψει μήλα, αλλά τον πήρα είδηση.

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
notice notices

  Ουσιαστικό επεξεργασία

notice (fr) θηλυκό

  1. η σημείωση, το σημείωμα
  2. το επεξηγηματικό φυλλάδιο