notice
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
notice | notices |
notice (en)
- η ενέργεια του παρατηρώ / αντιλαμβάνομαι
- ↪ Didn't you take any notice of the changes? - Δεν έπεσαν στην αντίληψή σου κάποιες αλλαγές;
- γραπτή σημείωση, σημείωμα
- επίσημη ενημέρωση ή προειδοποίηση
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | notice |
γ΄ ενικό ενεστώτα | notices |
αόριστος | noticed |
παθητική μετοχή | noticed |
ενεργητική μετοχή | noticing |
notice (en)
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
notice | notices |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
notice (fr) θηλυκό
- η σημείωση, το σημείωμα
- το επεξηγηματικό φυλλάδιο