Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
notice notices

notice (en)

  1. η προκήρυξη, ένα φύλλο χαρτιού που δίνει γραπτές ή έντυπες πληροφορίες, που συνήθως τοποθετείται σε δημόσιο χώρο
    distribution of notices - μοίρασμα προκηρύξεων
  2. η ταμπέλα, η πινακίδα που δίνει πληροφορίες, μια οδηγία ή μια προειδοποίηση
    At the entrance to the hospital there’s a notice with the hours when visits are allowed.
    Στην είσοδο του νοσοκομείου υπάρχει ταμπέλα με τις ώρες που επιτρέπονται οι επισκέψεις.
    A notice informed people that the sea is contaminated.
    Μια πινακίδα πληροφορούσε τον κόσμο ότι η θάλασσα είναι μολυσμένη.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη sign
  3. η αγγελία, μια μικρή ανακοίνωση σε εφημερίδα ή περιοδικό
    marriage/death/birth notices - αγγελίες γάμου/θανάτου/γεννήσεως
  4. (μη μετρήσιμο) η αντίληψη, η είδηση, η ενέργεια κάποιου που δίνει προσοχή σε κάποιον ή κάτι ή γνωρίζει για κάτι
    Didn't you take any notice of the changes?
    Δεν έπεσαν στην αντίληψή σου κάποιες αλλαγές;
    He left without attracting any notice.
    Έφυγε χωρίς να τον πάρουν είδηση.
  5. (μη μετρήσιμο) η προειδοποίηση, η ειδοποίηση, πληροφορίες που δίνονται εκ των προτέρων για κάτι που πρόκειται να συμβεί
    She left him without notice.
    Τον εγκατέλειψε χωρίς προειδοποίηση.
    until further notice - μέχρι νεωτέρας ειδοποιήσεως
    I can’t find another secretary on (such) short notice.
    Δεν μπορώ να βρω άλλη γραμματέα στο άψε σβήσε/σε τόσο λίγο χρόνο.
    The cook left without notice.
    Η μαγείρισσα έφυγε απροειδοποίητα.
     συνώνυμα: warning
  6. (μη μετρήσιμο) η προθεσμία, επίσημη ενημέρωση ή προειδοποίηση
    I was given six months’ notice to leave the house.
    Μου δώσανε έξη μήνες προθεσμία να εγκαταλείψω το σπίτι.
    I let him go with a month’s notice.
    Τον απέλυσα με προειδοποίηση ενός μήνα.
    I will give my employer notice that I plan on leaving.
    Θα ειδοποιήσω τον εργοδότη μου ότι σκοπεύω να φύγω.
ενεστώτας notice
γ΄ ενικό ενεστώτα notices
αόριστος noticed
παθητική μετοχή noticed
ενεργητική μετοχή noticing

notice (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) παρατηρώ, αντιλαμβάνομαι, προσέχω, βλέπω ή ακούω κάποιον ή κάτι
    Did you notice the similarity between them?
    Παρατήρησες την ομοιότητα μεταξύ τους;
    She noticed that his hands were trembling.
    Παρατήρησε ότι τα χέρια του έτρεμαν.
    Didn't you notice any changes?
    Δεν αντιλήφθηκες κάποιες αλλαγές;
    She left before we even noticed her.
    Έφυγε πριν καν να την αντιληφθούμε.
    He passed right by us, almost touching us, but didn’t notice us.
    Πέρασε κοντά μας, σχεδόν μας ακούμπησε, αλλά δε μας πρόσεξε.
    Sorry, I didn’t notice you.
    Με συγχωρείτε, δε σας πρόσεξα.
     συνώνυμα: spot
  2. (μεταβατικό) παίρνω είδηση, τραβώ την προσοχή από άλλους ανθρώπους
    Make sure not to be noticed./Make sure not to get (yourself) noticed.
    Κοίτα μη σε πάρουν είδηση.
    He jumped in to steal apple, but they noticed him.
    Πήδηξε μέσα να κλέψει μήλα, αλλά τον πήραν είδηση.

Παράγωγα

επεξεργασία



      ενικός         πληθυντικός  
notice notices

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

notice (fr) θηλυκό

  1. η σημείωση, το σημείωμα
  2. το επεξηγηματικό φυλλάδιο