Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
notice notices

notice (en)

  1. η ενέργεια του παρατηρώ / αντιλαμβάνομαι
    Didn't you take any notice of the changes? - Δεν έπεσαν στην αντίληψή σου κάποιες αλλαγές;
  2. γραπτή σημείωση, σημείωμα
  3. επίσημη ενημέρωση ή προειδοποίηση

  ΡήμαΕπεξεργασία

ενεστώτας notice
γ΄ ενικό ενεστώτα notices
αόριστος noticed
παθητική μετοχή noticed
ενεργητική μετοχή noticing

notice (en)

  1. (μεταβατικό) σημειώνω, παρατηρώ, αντιλαμβάνομαι, επισημαίνω
    Didn't you notice any changes? - Δεν αντιλήφθηκες κάποιες αλλαγές;
     συνώνυμα: spot



Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
notice notices

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

notice (fr) θηλυκό

  1. η σημείωση, το σημείωμα
  2. το επεξηγηματικό φυλλάδιο