είδηση
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | είδηση | οι | ειδήσεις |
γενική | της | είδησης* | των | ειδήσεων |
αιτιατική | την | είδηση | τις | ειδήσεις |
κλητική | είδηση | ειδήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ειδήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- είδηση < αρχαία ελληνική εἴδησις < οἶδα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wóyde < *weyd- (βλέπω) (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική information)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
είδηση θηλυκό
- η πληροφορία τεκμηριωμένη για κάποιο γεγονός
- (συνεκδοχικά) το ίδιο το γεγονός για το οποίο υπάρχει πληροφορία
- (πληθυντικός) το σύνολο των γεγονότων όπως ανακοινώνονται από το ραδιόφωνο, την τηλεόραση και τις εφημερίδες
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- βγάζω είδηση : εκμαιεύω μια σημαντική πληροφορία
- πρακτορείο ειδήσεων : ο δημοσιογραφικός οργανισμός που συγκεντρώνει και καταγράφει ειδήσεις από όλο τον πλανήτη και τις διανέμει σε ραδιοφωνικούς - τηλεοπτικούς σταθμούς και εφημερίδες, χωρίς ο ίδιος να τις δημοσιεύει
- δελτίο ειδήσεων: ραδιοφωνική ή τηλεοπτική εκπομπή με τα νέα της ημέρας
Επεξεργασία
- ειδησεογραφία
- ειδησεογραφικός
- ειδησεογράφος
- ειδησεολογία
- → δείτε τις λέξεις συνείδηση και ιστορία