εφημερίδα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εφημερίδα < αιτιατική -ίδα από την ελληνιστική κοινή ἐφημερίς (στρατιωτικό ημερολόγιο, λογιστικό βιβλίο) < ἐπί + ἡμέρα, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική journal[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.fi.meˈɾi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐φη‐με‐ρί‐δα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εφημερίδα θηλυκό
- περιοδική, συνήθως ημερήσια, έντυπη έκδοση που περιέχει τρέχοντα γεγονότα, διάφορα σχόλια, ποικίλες πληροφορίες, ανταποκρίσεις, διαφημίσεις και οτιδήποτε άλλο σχετίζεται με την επικαιρότητα. Η εκτύπωσή της γίνεται συνήθως σε χαρτί χαμηλού κόστους και ανάλογα με την ώρα έκδοσής της μπορεί να χαρακτηρίζεται πρωινή, μεσημβρινή ή απογευματινή
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- αστρονομικές εφημερίδες: ετήσιοι πίνακες που εκδίδονται από την υδρογραφική υπηρεσία ή το αστεροσκοπείο περιλαμβάνοντας όλα τα απαραίτητα στοιχεία για την επίλυση προβλημάτων αστρονομικής ναυτιλίας
- Εφημερίδα της Κυβερνήσεως: η επίσημη εφημερίδα του Ελληνικού κράτους, στην οποία δημοσιεύονται υποχρεωτικά το νομοθετικό έργο της Βουλής και οι δημόσιες διοικητικές πράξεις με ειδήσεις και πληροφορίες
- ηλεκτρονική εφημερίδα: η έκδοση και διάδοση των ειδήσεων και πληροφοριών που περιέχει μια έντυπη εφημερίδα με ηλεκτρονικό τρόπο (διαδίκτυο)
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- εφημερίδα στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
εφημερίδα
Επεξεργασία
- ↑ «εφημερίδα» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.